σκώρος

σκώρος
ο
1) моль; 2) червь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκώρος" в других словарях:

  • σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόθριψ — ο εντομολ. θυσανόπτερο έντομο τής οικογένειας τών θριψιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliothrips < helio (πρβλ. ηλιο *) + thrips (πρβλ. θριψ, ιπός, ο «σκώρος»)] …   Dictionary of Greek

  • θριψ — ο (Α θρίψ, ιπός) νεοελλ. ζωολ. θυσανόπτερο έντομο αρχ. σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι, σκώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει την ίδια κατάληξη με λ. παρόμοιας σημ. (πρβλ. ιψ, κνιψ, σκνιψ). Υποτέθηκε ότι πρόκειται για μεταπλασμό ενός… …   Dictionary of Greek

  • σκοροφάγωμα — και σκωροφάγωμα, το, Ν 1. η φθορά μάλλινου, κυρίως, υφάσματος από σκόρο 2. το σημείο τού υφάσματος που έχει φαγωθεί από σκόρο ή η έκταση τής φθοράς που έχει γίνει από το έντομο αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φάγωμα] …   Dictionary of Greek

  • σκοροφαγωμενος — και σκωροφαγωμένος, η, ο, Ν (για μάλλινα κυρίως υφάσματα) αυτός που έχει φαγωθεί, που έχει φθαρεί από σκόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φαγώνομαι] …   Dictionary of Greek

  • σκόρος — και σκώρος, ο, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύτατα διαδεδομένων εντόμων τής οικογένειας tineidae, τών οποίων οι λευκόχρωμες προνύμφες ζουν σε σπίτια, καταστήματα, αποθήκες και άλλους χώρους και τρέφονται με μάλλινες ίνες, προξενώντας… …   Dictionary of Greek

  • τινέα — η, Ν ζωολ. γένος σκώρων στο οποίο ανήκει ο σκώρος τών γουναρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tinea (< λατ. tinea «σκουλήκι»)] …   Dictionary of Greek

  • άγλωσσα — I (aglossa).Έντομα της οικογένειας των πυραλιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Είναι οι γνωστοί σκώροι, που επιφέρουν ζημιές σε διάφορα υλικά. Πρόκειται για πεταλούδες μικρού μεγέθους, που πολλές φορές βρίσκονται και μέσα στα σπίτια. Έχουν διάφορα …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»